γαλλερίας

γαλλερίας
γαλλερίας, ου, ,
A = ὀνίσκος, Dorio ap.Ath.7.315f.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γαλλερίας — γαλλερίᾱς , γαλλερίας masc acc pl γαλλερίᾱς , γαλλερίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλλερίην — γαλλερίας masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλλερίου — γαλλερίας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλλερία — γαλλερίᾱ , γαλλερίας masc nom/voc/acc dual γαλλερίας masc voc sg γαλλερίᾱ , γαλλερίας masc voc sg (attic) γαλλερίᾱ , γαλλερίας masc gen sg (doric aeolic) γαλλερίας masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”